- κτυπία
- κτυπίᾱ , κτυπίαfem nom/voc/acc dualκτυπίᾱ , κτυπίαfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κτυπιῶν — κτυπία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπλοκτυπία — ὁπλοκτυπία, ἡ (Α) πιθ. η οπλομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + κτυπία (< κτύπος < κτύπος), πρβλ. λυρο κτυπία] … Dictionary of Greek